Ο Σόναπ το γεράκι είχε ξεκινήσει το ταξίδι του για να βρει την αγάπη που αναζητούσε, όμως στο πίσω μέρος του μυαλού του μια αλλη σκέψη καραδοκούσε
Απόσπασμα απο το 5ο μυθιστόρημα της Ζωής συμεωνιδη
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΠΛΟΚΗ: Ο Σόναπ το γεράκι είχε ξεκινήσει το ταξίδι του για να βρει την αγάπη που αναζητούσε, όμως στο πίσω μέρος του μυαλού του μια αλλη σκέψη καραδοκούσε, του Απόστολου του γερακιού, ενός παλιού του φίλου, ήθελε να τον ξαναδεί, στο δρόμο όμως της αναζήτησης βρίσκει μια κουκουβάγια, την Λαυρεντία, καθώς λοιπόν ξεκινούν μαζί πλεόν εκείνος της εξιστορεί ιστορίες από την ζωή του Απόστολου…
Ο Σόναπ σήκωσε τα πελώρια πτερά του, που το ύψους τους άγγιζε ακόμα και τον ουρανό, με αυτή την κίνηση άφησε τον άνεμο να τον παρασύρει όπως και τελικά έγινε, μα είχε καλή συνεργασία με την ψυχή των ανέμων, μα ήταν όμως σαν κάτι να ήθελαν να του πουν, μα αυτό το κατάλαβε όταν ήταν στον ουρανό, μια χλωμή σκέψη γυρνούσε στο μυαλό που άρχισε να γίνεται πιο έντονη καθώς άρχιζε να καθαρίζει το μυαλό του, θυμήθηκε μια περιπέτεια που έζησε πριν χρόνια όταν ζούσε σε άλλο σπίτι, κάτι τον είχε πονέσει πολύ στο διήγημα του Παυσανία, χωρίς όμως να πει στον ίδιο ή να το δείξει και προσπάθησε να πνίξει εκείνη την στιγμή την σκέψη του.
Η κουβέντα του Παυσανία όταν μιλούσαν στο γλέντι για τον γάμο για τον φίλο που έχασε από το νοθευμένο πότο του προκάλεσε μια τρομακτική σκέψη την όποια εγκυμονούσε μέχρι να βγει έξω, είχε ανησυχήσει καθώς είχε αρκετό καιρό να τον δει, σκέφτηκε λοιπόν να πετάξει προς εκείνο το σπίτι που ζούσαν όλοι μαζί κάποτε, αυτός, ο Απόστολος και η Δωροθέα και ο Φιλήμονας, αλλάξε πορεία και άρχισε να πετάει προς τα εκεί.
Αυτή την φορά όμως ο άνεμος δεν ήταν μαζί του, άρχισε να τον χτυπά αλύπητά και το έριξε σε κάτι βράχια, δεν το ένοιαζε όμως για αυτό και σηκώθηκε και ξαναπέταξε, σαν πετούσε όμως η αγωνιά του γαργαλούσε το στομάχι και το λαιμό ήθελε πως και πως να ξαναδεί την παλιά του ζωή.
Το γεράκι μέχρι το βράδυ όμως είχε κουραστεί, ευτυχώς ήταν κοντά σε ένα γκρεμό και πήγε να βγάλει εκεί το βραδύ, μπορεί να μην κουραζόταν εύκολα στο πέταγμα μα τώρα σε συνδυασμό με τις σκέψεις και τα συναισθήματά του είχαν κάνει τα πτερά να πονάνε τρομερά, έτσι λοιπόν κάθισε ξεκουραστεί.
Καθώς όμως κοιμόταν μετά από λίγη ώρα ένιωσε μια περίεργη παρουσία, μα όταν την κατάλαβε ήταν σε παράλυση και δεν μπορούσε να κουνηθεί, κάθε του προσπάθεια ήταν μάταιη, σκέφτηκε πως ίσως θα κοιμόταν με αυτή την παρουσία που δεν κατόρθωσε να δει παρά μόνο να την νιώθει.
Ξαφνικά, μετά την περίεργή παρουσία άρχισε να νιώθει και μια ανάσα παγωμένη, ο τρόμος τον κυρίευε όλο ένα και πιο πολύ, τώρα ήταν και η στιγμή που ήθελε να ανοίξει τα μάτια του και να δει ποιος η ποια τον κοιτούσε τόσο έντονα που ακόμα και στον ύπνο ένιωθε τα πάντα, έτσι πήρε όλη του την δύναμη και άνοιξε επιτέλους τα μάτια του.
Μια πανέμορφή λευκή κουκουβάγια είχε την φωλιά της εκεί κοντά και είχε δει τον Σόναπ που είχε πέσει ξερός να κοιμηθεί εκεί, όμως υπήρχε κίνδυνος εκεί που ήταν να μην τον άντεχε, για αυτό και του πρόσφερε μια παλιά φωλιά που αυτός που την είχε την εγκατέλειψε, του είπε να πάει εκεί καθώς η ίδια την έδινε σε όποιο πτηνό ήταν κουρασμένο από ταξίδι, καθώς ο Σόναπ ήθελε να κοιμηθεί είπε απλά ευχαριστώ και δεν συνέχισε, εκείνη όμως ήθελε να μάθει για αυτόν, μα σεβάστηκε το γεγονός πως ήταν κουρασμένος και έτσι θα περίμενε μέχρι το πρωί για αυτόν και το τι αναζητούσε.
Το άλλο πρωί λοιπόν περίμενε με αγωνία να ξυπνήσει το γεράκι ταξιδιώτης, ήθελε να τον βοηθήσει σε ο ’τι θα χρειάζονταν.
Τελικά μετά από λίγο ο Σόναπ ξύπνησε και καλημέρισε την κουκουβάγια..
<< Γεια σου γεράκι, ελπίζω να ξεκουράστηκες, χθες το βράδυ δεν προλάβαμε να πούμε τίποτα…>>
<< Ναι σωστά, με λένε Σόναπ και ταξιδεύω για να βρω κάποιον, αν και αυτό δεν ήταν στο αρχικό μου πλάνο, με καθώς ταξίδευα να βρω την αγάπη η σκέψη του παλιού μου φίλου ήρθε στο μυαλό, έτσι σαν κεραυνός, για αυτό και εγώ θα πάω να τον ψάξω…>> είπε ο Σόναπ..
<< Τον αγαπούσες πολύ τον φίλο σου;>> ρώτησε εκείνη…
<< Παρά πολύ, ήταν πολύ γελαστός, θα έκανα τα πάντα για να τον ξαναδώ, ζήσαμε πολύ ξεχωριστές στιγμές όταν ήμασταν 4 μαζί, ήμασταν σε ένα σπίτι ζευγαριού, σε εκείνο το σπίτι θα πάω τώρα, να δω αν ζουν ακόμα εκεί, να βρω και εκείνο το συναίσθημα από τον καιρό που ήμασταν όλοι μαζεμένοι…>>
<< Μπράβο σου που κάνεις τέτοιο κόπο για τον φίλο σου, δείχνεις να τον νοιάζεσαι, θες να πάμε να τον ψάξουμε μαζί;>> ρώτησε με θαυμασμό η κουκουβάγια.
<< Ναι, θα έλεγα. Θα είναι καλύτερα να ψάχνουμε δυο άτομα παρά να κουράζομαι μόνος μου, το όνομά σου καλή μου;>>
<< Λαυρεντία με λένε αλλά να με αποκαλείς Ντία>>
<< Πολύ μου αρέσει!>>
<< Που θα πάμε τώρα;>>
<< Όπως είπα, θα πάμε πρώτα στο παλιό το σπίτι, να δούμε αν ζουν ακόμα εκεί, ελπίζω πως ναι γιατί μετά δεν θα ξέρω που να ψάξω>>
<< Έλα μην το σκέπτεσαι τώρα πάμε και βλέπουμε…>>
Έτσι και έγινε, τα δυο πτηνά άνοιξαν τα πτερά τους και άρχισαν πλέον το μακρινό ταξίδι, μέσα όμως σε όλα άρχισε μια βροχόπτωση που τους δυσκόλευε μα δεν τους ένοιαζε, ήταν πλέον καθοδόν για τον στόχο που είχαν θέσει. Η βροχή δυνάμωνε και ήξεραν και οι δυο ότι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν έτσι, για αυτό και σταμάτησαν σε μια μικρή σπηλιά που ήταν εκεί κάτω.
Καθώς όμως κατέβαιναν η βροχή θύμωνε όλο και πιο πολύ δυστυχώς για την κουκουβάγια, που είχε φοβία με τους κεραυνούς και τις βροντές, ένα νέο χρέος για τον Σόναπ έκανε την εμφάνισή του, ήταν καιρός για εκείνον να ανταποδώσει το καλό που του είχε συμβεί, πήρε την κουκουβάγια κοντά του για να μπορέσει να νιώσει στον σφυγμό του, κάτι που όπως έδειχνε βοήθησε αρκετά, η Ντία άρχισε σιγά σιγά να ηρεμεί.
Τα γερακίσια πτερά του Σόναπ αγκάλιασαν την κουκουβάγια και μαζί κοιτούσαν την βροχή που ούρλιαζε τόσο πολύ, σαν να είχε κάποιο ξέσπασμα στον ουρανό, για την Ντία όλο αυτό έμοιαζε σαν μια από τις πιο τρομαχτικές ταινίες τρόμου, μα εκείνος έκανε ότι μπορούσε για την κρατάει ηρεμή, στο τέλος όμως εκείνη κουράστηκε και κοιμήθηκε, με την συνοδεία της βροχής πλέον.
Μετά από αρκετή ώρα η βροχή είχε ηρεμήσει και αυτό έκανε την κουκουβάγια να ηρεμήσει ακόμα περισσότερο και μπορούσε με σιγουριά πλέον να κοιμηθεί.
Το άλλο πρωί ξεκίνησαν και πάλι το ταξίδι αναζήτησης του Απόστολου, με την ελπίδα ότι θα τον βρούνε